- σκωληκοφάγος
- -ο / σκωληκοφάγος, -ον, ΝΑ, και σκουληκοφάγος, -ο, Ναυτός που τρέφεται με σκώληκεςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο σκωληκοφάγοςζωολ. γένος ξηροβατικών πτηνών τής οικογένειας τών ικτεριδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.