σκωληκοφάγος

σκωληκοφάγος
-ο / σκωληκοφάγος, -ον, ΝΑ, και σκουληκοφάγος, -ο, Ν
αυτός που τρέφεται με σκώληκες
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σκωληκοφάγος
ζωολ. γένος ξηροβατικών πτηνών τής οικογένειας τών ικτεριδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -φάγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκωληκοφάγα — σκωληκοφάγος eating worms neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωληκοφάγων — σκωληκοφάγος eating worms masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • σκουληκοφάγος — α, ο, Ν βλ. σκωληκοφάγος …   Dictionary of Greek

  • scolecophagous — scolecophagous, a. (skɒlɪˈkɒfəgəs) [f. mod.L. scōlēcophagus, a. Gr. σκωληκοϕάγος f. σκωληκ(ο) , σκώληξ worm (see scolex) + ϕάγος: see phagous.] ‘Worm eating, as a bird’ (Cent. Dict. 1891) …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”